διεθνισμός

διεθνισμός
ο
1. θεωρία για ανάπτυξη διεθνών σχέσεων στο πνευματικό και στο πολιτικοοικονομικό πεδίο.
2. θεωρία του μαρξισμού για ένωση όλων των λαών και κατάργηση των συνόρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διεθνισμός — ο σύγχρονη τάση ανάπτυξης διεθνών σχέσεων πνευματικού και πολιτικοκοινωνικού επιπέδου πέρα από τις στενές τοπικιστικές αντιλήψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. internationalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Πλ. Δρακούλη… …   Dictionary of Greek

  • μπολσεβικισμός — Θεωρία και διδασκαλία της πλειοψηφίας της αριστερής πτέρυγας του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο μ. πήρε την υλική του υπόσταση στο προλεταριακό κόμμα νέου τύπου, που ίδρυσε ο B.I. Λένιν. Ουσιαστικά άρχισε να διαμορφώνεται το 1903, τότε… …   Dictionary of Greek

  • προλεταριάτο — Στην αρχαία Ρώμη προλετάριοι (proletari) ονομάζονταν εκείνοι που δεν είχαν άλλη περιουσία και άλλη συμβολή προς την πολιτεία εκτός από τους απογόνους τους (proles). Οι προλετάριοι αποτελούσαν την τελευταία κοινωνική τάξη, κάτω από τις 5 τάξεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”